ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Νομοσχέδιο ΥΠΑΙΘ: Η έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής

Διάδωσέ το

Δημοσιεύτηκε η έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής  που περιλαμβάνει παρατηρήσεις επί των άρθρων του νομοσχεδίου «Αναβάθµιση του σχολείου, ενδυνάµωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις».

Διαβάστε εδώ την έκθεση

ΙΙ. Παρατηρήσεις επί των άρθρων 

  1. Επί των άρθρων 6 παρ. 4 και 8 παρ. 4  

Τα άρθρα 6 παρ. 4 και 8 παρ. 4 ορίζουν τις αρµοδιότητες του Περιφερεια κού Επόπτη Ποιότητας της Εκπαίδευσης και του Επόπτη Ποιότητας της Εκ παίδευσης, αντίστοιχα. Σύµφωνα µε την περίπτωση ιστ΄ της παρ. 4 του άρ θρου 6, ο Περιφερειακός Επόπτης Ποιότητας της Εκπαίδευσης «ορίζει ανα πληρωτή ή αναπληρωτές για Σύµβουλο Εκπαίδευσης, ο οποίος απουσιάζει ή κωλύεται, και ο οποίος έχει περιοχή ευθύνης µεγαλύτερη µιας Διεύθυνσης Εκπαίδευσης ή (…) υπηρετεί σε Διεύθυνση Εκπαίδευσης, στην οποία δεν έ χει τοποθετηθεί άλλος Σύµβουλος Εκπαίδευσης της ίδιας ειδικότητας». Σύµφωνα, εξ άλλου, µε την περίπτωση ιβ΄ της παρ. 4 του άρθρου 8, στις αρ µοδιότητες του Επόπτη Ποιότητας της Εκπαίδευσης συγκαταλέγεται «ο ορι σµός προσωρινού αναπληρωτή ή αναπληρωτών για Σύµβουλο Εκπαίδευσης, ο οποίος απουσιάζει ή κωλύεται και του οποίου η περιοχή ευθύνης εκτείνε ται εντός της ίδιας Διεύθυνσης Εκπαίδευσης». Όπως προκύπτει από τα ανω τέρω, αν σε µια Διεύθυνση Εκπαίδευσης υπηρετεί µόνο ένας Σύµβουλος συ γκεκριµένης ειδικότητας, αρµοδιότητα για την αναπλήρωσή του δεν διαθέ τει ο Επόπτης Ποιότητας της Εκπαίδευσης, αλλά ο Περιφερειακός Επόπτης Ποιότητας της Εκπαίδευσης. Για λόγους νοµοτεχνικής αρτιότητας, θα µπο ρούσε, στο τέλος του α΄ εδαφίου της περ. ιβ΄ της παρ. 4 του άρθρου 8, να προστεθεί η φράση «µε την επιφύλαξη όσων ορίζονται στην περίπτωση ιστ΄ της παρ. 4 του άρθρου 6».  

  1. Επί των άρθρων 30, 33-35, 37-38 και 41  

Α. Διά των άρθρων 37 και 38 ορίζεται η διαδικασία επιλογής των στελε χών της εκπαίδευσης, η οποία πραγµατοποιείται είτε βάσει της σειράς κατά ταξης στους αξιολογικούς πίνακες επιλογής είτε µε γνώµονα την πρόταση των αρµόδιων οργάνων επιλογής. Στην παρ. 2 του άρθρου 30 απαριθµούνται (α΄-κβ΄) οι θέσεις στελεχών εκπαίδευσης για τις οποίες καταρτίζονται αξιο λογικοί πίνακες επιλογής, ενώ στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου απαριθµούνται (α΄-ιστ΄) οι θέσεις των στελεχών εκπαίδευσης, η επιλογή και τοποθέτηση των οποίων πραγµατοποιείται κατόπιν πρότασης του αρµοδίου οργάνου. Ση µειωτέον ότι στα άρθρα 33 έως 35 περιγράφεται µε ακρίβεια ο τρόπος απο τίµησης των κριτηρίων επιλογής για όλες τις κατηγορίες στελεχών που ε µπίπτουν στην παρ. 2 του άρθρου 30 (α΄-κβ΄), δηλαδή για τις θέσεις στις ο ποίες τοποθετούνται στελέχη της εκπαίδευσης βάσει της κατάταξής τους στους αξιολογικούς πίνακες. 

Παρατηρείται συναφώς ότι, ενώ στο άρθρο 30 οι θέσεις του Περιφερεια κού Επόπτη Ποιότητας της Εκπαίδευσης και του Επόπτη Ποιότητας της Εκ παίδευσης υπάγονται στην παρ. 3 του άρθρου 30 (περιπτώσεις α΄ και β΄), δηλαδή στις θέσεις στελεχών που επιλέγονται βάσει της υποβολής πρότασης εκ µέρους του αρµόδιου οργάνου, το άρθρο 38 ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 ότι η διαδικασία επιλογής τους συναρτάται και µε τη σειρά κατάταξής τους σε αξιολογικό πίνακα επιλογής. Για λόγους σαφήνειας, προτείνεται να διευκρινισθεί στα οικεία άρθρα ο τρόπος αποτίµησης των κριτηρίων επιλογής για τη σύνταξη αξιολογικών πινάκων ως προς τις θέσεις των Περιφερειακών Εποπτών Ποιότητας της Εκπαίδευσης και των Εποπτών Ποιότητας της Εκπαίδευσης, δεδοµένου ότι η µέθοδος µοριοδότησης που παρατίθεται στα άρθρα 33-35 αφορά αποκλειστικά τους υποψηφίους για τις θέ σεις οι οποίες απαριθµούνται στην παρ. 2 του άρθρου 30.  

Β. Ενηµερωτικά αναφέρεται ότι, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην παρ. 9 του άρθρου 37, «[η] κατάρτιση των πινάκων επιλογής και η επιλογή των διευθυντών σχολικών µονάδων και Εργαστηριακών Κέντρων (Ε.Κ.) και των Προϊσταµένων των Τµηµάτων Εκπαιδευτικών Θεµάτων, καθώς και η επιλογή των προϊσταµένων σχολικών µονάδων, των υποδιευθυντών σχολικών µονά δων και των υποδιευθυντών και υπευθύνων τοµέων Ε.Κ., πραγµατοποιείται από Τοπικό Συµβούλιο Επιλογής, το οποίο συγκροτείται σε κάθε Διεύθυνση Πρωτοβάθµιας και σε κάθε Διεύθυνση Δευτεροβάθµιας Εκπαίδευσης από τον Περιφερειακό Διευθυντή Εκπαίδευσης. (…) Η επιλογή των υποδιευθυντών σχολικών µονάδων και των υποδιευθυντών και υπευθύνων τοµέων Ε.Κ. γίνεται ύστερα από γνώµη του διευθυντή της σχολικής µονάδας ή του Ε.Κ., κατά περίπτωση (…)». Κατά τα οριζόµενα στο άρθρο 41 παρ. 13, «[η] τοποθέτηση των υποδιευθυντών των σχολικών µονάδων, καθώς και των υ ποδιευθυντών και των υπευθύνων τοµέων Ε.Κ. σε κενές και κενούµενες θέ σεις γίνεται µε απόφαση του Διευθυντή Εκπαίδευσης, ύστερα από πρόταση του αρµόδιου Τοπικού Συµβουλίου Επιλογής, σύµφωνα µε την παρ. 9 του άρθρου 37. (…)».  

Εν προκειµένω, η Επιστηµονική Υπηρεσία της Βουλής έχει επισηµάνει σε προηγούµενη Έκθεσή της (βλ. Έκθεση της Επιστηµονικής Υπηρεσίας επί του νοµοσχεδίου «Αναδιοργάνωση των δοµών υποστήριξης της πρωτοβάθµιας και δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις», ν. 4547/2018, Παρα τήρηση υπ’ αριθ. 1) τα ακόλουθα: «Το γενικό συνταγµατικό πλαίσιο που διέ πει την επιλογή στελεχών της δηµόσιας πρωτοβάθµιας και δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης αναπτύσσεται στην απόφαση 711/2017 της Ολοµέλειας του Συµβουλίου της Επικρατείας. (…) Κατά το σκεπτικό της απόφασης, η διοίκη ση των σχολικών µονάδων της πρωτοβάθµιας και της δευτεροβάθµιας εκ παίδευσης πρέπει να αναδεικνύεται από κατάλληλο όργανο που συγκροτεί ται και λειτουργεί µε εχέγγυα αξιοκρατίας, αµεροληψίας και αντικειµενικό τητας (όπως τα καθιερωµένα υπηρεσιακά συµβούλια) και µε διαφανή και α ντικειµενική διαδικασία, κατάλληλη για την ενιαία και οµοιόµορφη εφαρµογή των οριζόµενων κριτηρίων, και στο πλαίσιο της ιεραρχικής δοµής της υ πηρεσίας. (…) Τέτοια διαδικασία συνάδει µε την ανωτέρω νοµολογία εφόσον πληρούνται τα οικεία κριτήρια στο ίδιο το προτείνον όργανο. Εάν δηλα δή η ουσιαστική αποτίµηση των κριτηρίων επιλογής ανατίθεται, π.χ., στον σύλλογο διδασκόντων, το όργανο αυτό θα πρέπει να διασφαλίζει τις απαιτήσεις που πηγάζουν από την αρχή της αξιοκρατίας [κατά τη νοµολογία (ΣτΕ 711/2017), κρίση από κατάλληλο όργανο που συγκροτείται και λειτουργεί µε εχέγγυα αξιοκρατίας, αµεροληψίας και αντικειµενικότητας, και µε διαφανή και αντικειµενική διαδικασία, κατάλληλη για την ενιαία και οµοιόµορφη ε φαρµογή των οριζόµενων κριτηρίων και στο πλαίσιο της ιεραρχικής δοµής της υπηρεσίας].(…)».  

Κατά τα ανωτέρω, εφόσον η επιλογή των υποδιευθυντών σχολικών µονά δων και των υποδιευθυντών και υπευθύνων τοµέων Εργαστηριακών Κέ ντρων (Ε.Κ.) πραγµατοποιείται από κατάλληλο όργανο, το Τοπικό Συµβούλιο, το οποίο δεν περιορίζεται στον έλεγχο νοµιµότητας της γνώµης του Δι ευθυντή της σχολικής µονάδας ή του Ε.Κ., αντιστοίχως, αλλά έχει την αποφασιστική αρµοδιότητα για τη σχετική επιλογή, η διαδικασία συνάδει µε την ανωτέρω νοµολογία, στο βαθµό που, οµοίως, πληροί την προϋπόθεση (ΣτΕ 711/2017) «(…) να προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου η διενεργηθεί σα από το αρµόδιο αυτό όργανο σχετική κρίση και τα δεδοµένα εν όψει των οποίων αυτή εξηνέχθη. (…) Με την αιτιολόγηση της αναφερθείσας κρίσεως σύµφωνα µε τα στοιχεία του φακέλου αφενός εξασφαλίζονται οι προϋποθέ σεις αµερόληπτης και αξιοκρατικής κρίσεως και αφετέρου καθίσταται γνω στή στους υποψήφιους και ελέγξιµη από τον ακυρωτικό δικαστή, εν όψει του κατά το άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγµατος δικαιώµατος παρο χής έννοµης προστασίας και του άρθρου 95 παράγραφος 1 εδάφιο α΄ του Συντάγµατος περί κατοχυρώσεως της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας, η αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την σχετι κή διαδικασία (ΣτΕ 2162/2014, 3766/2012 επταµελής, 148/2011 επταµελής, 3052, 3058/2009 Ολοµέλεια κ.ά.).». 

  1. Επί του άρθρου 86 

Διά του άρθρου 86 επέρχονται τροποποιήσεις στη νοµοθεσία που διέπει την αξιολόγηση των επιδόσεων των µαθητών του Γυµνασίου (π.δ. 126/2016), του Γενικού Λυκείου (ν. 4610/2019) και του Επαγγελµατικού Λυ κείου (ν. 4610/2019), ούτως ώστε να ρυθµισθεί, σύµφωνα µε την Αιτιολογική Έκθεση, «(…) το ζήτηµα του καθορισµού των κριτηρίων που συνεκτιµώνται για την αξιολόγηση των µαθητών, τη διαδικασία για τη διεξαγωγή των γραπτών εξετάσεων και την πραγµατοποίηση της προφορικής εξέτασης, καθώς και ζητήµατα υποβολής βαθµολογίας από τους καθηγητές». Σηµειώνεται ότι, κατά τη νοµολογία (ΣτΕ 614/2004), «(…) από το συνδυασµό των παραπά νω διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 16 του Συντάγµατος συνάγεται ότι το Κράτος υποχρεούται να λαµβάνει τα κατάλληλα νοµοθετικά και διοι κητικά µέτρα αφενός µεν για την προαγωγή των επιστηµών, αφετέρου δε για την οργάνωση και παροχή της εκπαίδευσης των Ελλήνων. (…) δεν µπο ρεί να θεωρηθεί ότι οι πιο πάνω συνταγµατικές διατάξεις επιτάσσουν την καθιέρωση συγκεκριµένου τρόπου αξιολόγησης των µαθηµάτων, µε τη διδασκαλία των οποίων µεταδίδονται οι γνώσεις συγκεκριµένης επιστήµης στους µαθητές. Στο νοµοθέτη και την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση εναπόκειται αφενός µεν η επιλογή, από το ευρύ πεδίο των επιστηµών και των επι στηµονικών γνώσεων, εκείνων οι οποίες θα καταστούν αντικείµενο διδασκαλίας στο πλαίσιο της πρωτοβάθµιας και δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης, αφε τέρου δε η ρύθµιση του τρόπου διδασκαλίας και αξιολόγησης των µαθηµά των που διδάσκονται, ώστε να επιτυγχάνονται οι στόχοι που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 16 του Συντάγµατος (…)». 

  1. Επί του άρθρου 93 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ  Αξιολόγηση: Το όχι σε όλα τελικά είναι πάντα ένα μεγάλο ΝΑΙ!

Διά του άρθρου 93 εισάγεται ο θεσµός του «παιδαγωγικού συµβούλου-µέντορα», που έχει ως αποστολή «την καθοδήγηση και την υποστήριξη της έ νταξης στη σχολική µονάδα νεοδιοριζόµενου ή πρόσφατα τοποθετηµένου στη σχολική µονάδα µόνιµου ή αναπληρωτή ή ωροµίσθιου εκπαιδευτικού […]». Εν προκειµένω, παρατηρείται ότι τόσο από το οικείο άρθρο όσο και την Αιτιολογική Έκθεση απουσιάζει ο καθορισµός των αρµοδιοτήτων του παιδαγωγικού συµβούλου-µέντορα, ενώ ακόµη και η εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 5 του οικείου άρθρου προς τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευµά των αναφέρεται µόνο στον καθορισµό ζητηµάτων, όπως «τα προσόντα και τα κριτήρια ορισµού, η διάρκεια της θητείας, ο αριθµός των παιδαγωγικών συµβούλων-µεντόρων ανάλογα µε το µέγεθος της κάθε σχολικής µονάδας και κάθε ειδικότερο θέµα […]». Σηµειώνεται ότι, σύµφωνα µε το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγµατος, η νοµοθετική εξουσιοδότηση πρέπει να είναι ειδι κή, ορισµένη και συγκεκριµένη κατά το περιεχόµενο, ενώ η κύρια, ουσιαστι κή ρύθµιση πρέπει να έχει τεθεί από τον ίδιο το νοµοθέτη στο νοµοθετικό κείµενο, είτε στις διατάξεις του εξουσιοδοτικού νόµου είτε σε διατάξεις άλ λων νόµων σχετικών µε τα θέµατα που αποτελούν αντικείµενο της εξουσιο δότησης (ΣτΕ Ολοµ. 656/2016, 520/2015, 3013/2014, 1210/2010). Σε κάθε περίπτωση, η εξουσιοδοτική διάταξη πρέπει να µην είναι γενική και αόριστη (βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 510/2019). 

  1. Επί του άρθρου 97 παρ. 1 

Διά του άρθρου 97 εισάγεται ρύθµιση για την άσκηση των αρµοδιοτήτων του συλλόγου διδασκόντων από τον Διευθυντή ή τον Προϊστάµενο της οι κείας σχολικής µονάδας, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο σύλλογος δι δασκόντων «δεν συγκληθεί ή δεν συνεδριάσει ή για οποιονδήποτε λόγο δεν προβεί εν γένει στις ενέργειες της αρµοδιότητάς του». Υπενθυµίζεται συνα φώς ότι, κατά τα οριζόµενα στα άρθρα 47 και 47Α του ν. 4547/2018, ο Διευ θυντής της σχολικής µονάδας είναι αρµόδιος να συγκαλεί τον σύλλογο διδασκόντων στις τακτικές αλλά και τις ειδικές συνεδριάσεις, που έχουν, µε ταξύ άλλων, ως αντικείµενο τον προγραµµατισµό του εκπαιδευτικού έργου, τον σχεδιασµό των συλλογικών δράσεων και ερευνητικών διαδικασιών και τη σύνταξη ετήσιας απολογιστικής έκθεσης. Κατά τούτο, θα ήταν ενδεχοµέ νως σκόπιµο να εισαχθεί ειδικότερη ρύθµιση για την περίπτωση κατά την ο ποία ο σύλλογος διδασκόντων δεν συγκληθεί µε ευθύνη του Διευθυντή της σχολικής µονάδας. 

  1. Επί του άρθρου 104 παρ.2 

Στο άρθρο 104 παρ. 2 πρέπει να απαλειφθούν η τελεία και η παρένθεση µετά τη λέξη Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε. 

  1. Επί του άρθρου 106 παρ.1 

Σύµφωνα µε το άρθρο 106 παρ. 1, ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευµά των εξουσιοδοτείται να καθορίσει τις προδιαγραφές για τη δηµιουργία προσβάσιµου εκπαιδευτικού υλικού, κατόπιν εισήγησης της συµβουλευτικής– γνωµοδοτικής επιτροπής, η οποία έχει συσταθεί βάσει της απόφασης υπό στοιχεία 42112/Δ3/13.4.2021 του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευµάτων (Β΄ 1746) «Σύσταση και συγκρότηση συµβουλευτικής-γνωµοδοτικής επιτρο πής για την παρακολούθηση της ηλεκτρονικής προσβασιµότητας του εκπαι δευτικού υλικού και των διαδικτυακών τόπων και καθορισµός των κανόνων λειτουργίας της». Δεδοµένου ότι η σύνθεση της ως άνω επιτροπής δύναται να τροποποιείται, κρίνεται νοµοτεχνικά αρτιότερο να παραπέµπει το συγκε κριµένο άρθρο, όχι στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση, αλλά στην εξουσιο δοτική διάταξη που αποτελεί το νοµικό θεµέλιο της σύστασης από τον Υ πουργό Παιδείας και Θρησκευµάτων της εν λόγω επιτροπής (άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 3699/2008, Α΄199).  

  1. Επί του άρθρου 183 

Με την προτεινόµενη ρύθµιση, αποφάσεις για τον καθορισµό του επιπέ δου λειτουργίας, τη δοµή και τη διάρθρωση της Μονάδας Ασφάλειας και Προστασίας των Α.Ε.Ι. που έχουν εκδοθεί µετά τη λήξη της αποκλειστικής προθεσµίας έκδοσής τους και έως τη δηµοσίευση του παρόντος νόµου, είναι νόµιµες. Προς αντιµετώπιση του γεγονότος της παρόδου της προθεσµίας α πράκτου, θα µπορούσε, εν προκειµένω, αντί της προβληµατικής εξ επόψεως συνταγµατικότητας νοµιµοποίησης των εκδοθεισών εκτός προθεσµίας διοι κητικών πράξεων, να παραταθεί ρητά η ταχθείσα προθεσµία, µε ανάλογη α ναδιατύπωση της σχετικής ρύθµισης.  

  1. Επί του άρθρου 185  

Σύµφωνα µε τα άρθρα 5 και 10 του ν. 4485/2017, η ίδρυση, συγχώνευση, κατάτµηση, µετονοµασία ή κατάργηση Α.Ε.Ι., Σχολής ή Τµήµατος, καθώς και η µεταβολή της έδρας τους, γίνεται µε προεδρικό διάταγµα, κατόπιν σύµ φωνης γνώµης της Συγκλήτου του οικείου ΑΕΙ, ειδικά δε η µετονοµασία και η µεταβολή έδρας Σχολής ή Τµήµατος Α.Ε.Ι. ή γνωστικού αντικειµένου Τµή µατος χωρεί µε υπουργική απόφαση, κατόπιν σύµφωνης γνώµης της Συ γκλήτου, η οποία λαµβάνεται µε αυξηµένη πλειοψηφία των µελών της.  

Με τις προτεινόµενες ρυθµίσεις, µεταξύ άλλων, η οικεία γνώµη της Συγκλήτου καθίσταται, από σύµφωνη, απλή, και καταργείται η διάταξη περί ει δικής πλειοψηφίας. 

Παρατηρείται ότι, κατά τη νοµολογία, κατ’ αναφορά στο άρθρο 16 παρ. 5 του Συντάγµατος, η παροχή ανώτατης εκπαίδευσης από αυτοτελή ιδρύµατα που αποτελούν νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου και χαίρουν πλήρους αυ τοδιοίκησης «έχει ως περιεχόµενο την εξουσία των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυµάτων να αποφασίζουν για τις δικές τους υποθέσεις µε δικά τους όργανα, της κρατικής εποπτείας περιοριζοµένης στην άσκηση ελέγχου νο µιµότητας επί των πράξεων των οργάνων αυτών. Η πιο πάνω εξουσία των Α.Ε.Ι. περιορίζεται στην εφαρµογή των κανόνων δικαίου που διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργία τους, δεν περιλαµβάνει όµως και το δικαίωµα της θέσπισης των σχετικών κανόνων ή της σύµπραξης στην παραγωγή τους και, µάλιστα, κατά τρόπο δεσµευτικό για τα όργανα που θεσπίζουν κανόνες δικαίου, πράγµα που προϋποθέτει άλλωστε (…) όχι απλώς αυτοδιοίκηση αλ λά αυτονοµία των εν λόγω ιδρυµάτων, η οποία δεν τους έχει παραχωρηθεί από το Σύνταγµα.» (ΟλΣτΕ 1013/2013). Ως προς την οργάνωση µε νόµο των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, έχει επίσης κριθεί ότι ο νοµοθέτης ο φείλει «να οργανώνει τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύµατα και να ορίζει τα πρόσωπα που µετέχουν στα πανεπιστηµιακά όργανα ενόψει των εκάστοτε κρατουσών επιστηµονικών, οικονοµικών και κοινωνικών συνθηκών, διασφα λίζοντας, παράλληλα, την πλήρη αυτοδιοίκηση των ανωτάτων εκπαιδευτι κών ιδρυµάτων και την ακώλυτη άσκηση της ακαδηµαϊκής ελευθερίας και ε πιλέγοντας ρυθµίσεις πρόσφορες για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώ κει κάθε φορά. Ενόψει αυτών και προκειµένου να συγκροτηθούν τα αρµόδια πανεπιστηµιακά όργανα, επιβάλλεται πάντοτε η επιλογή των καταλληλότερων για την επιδίωξη του σκοπού τους προσώπων, ήτοι προσώπων τα οποία διαθέτουν τα απαραίτητα εφόδια ώστε να µπορούν να ανταποκριθούν στις αρµοδιότητες που ανατίθενται στα όργανα αυτά και, κατ’ επέκταση, στην πραγµατοποίηση των σκοπών τους» (οµοίως ΣτΕ 1013/2013 Ολ). 

Εν προκειµένω, οι πράξεις που καταλαµβάνονται από τις προτεινόµενες ρυθµίσεις έχουν κανονιστικό χαρακτήρα, ενώ στα κριτήρια έκδοσής τους περιλαµβάνονται και αξιολογήσεις που δεν είναι αµιγώς ακαδηµαϊκές, ό πως, π.χ., η αναγκαιότητα για την οικονοµική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας ή οι οικονοµικές και κοινωνικές αναπτυξιακές ανάγκες και δυνατότη τες της χώρας ή µιας συγκεκριµένης περιφέρειας (βλ. άρθρο 5 παρ. 1 ν. 4485/2017). Ειδικός προβληµατισµός µπορεί να εγερθεί ως προς τη µεταβο λή του γνωστικού αντικειµένου Τµήµατος. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία λήψης των οικείων αποφάσεων οφείλει, κατά την ανωτέρω νοµολογία, να ά γει στην πλέον ορθολογική οργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης, τυχόν δε απόφαση που αποκλίνει από τη γνώµη της Συγκλήτου, οφείλει, κατά το µέ ρος που στηρίζεται σε ακαδηµαϊκά κριτήρια, να είναι ειδικώς και επαρκώς αι τιολογηµένη. 

 

Δείτε επίσης

Ως εδώ με τις σχολικές εκδρομές! Να μπει τώρα τέλος στην ενοχοποίηση των εκπαιδευτικών.

Διάδωσέ το Η εκπαιδευτική κοινότητα βλέπει για μια ακόμη φορά –με αφορμή την πραγματοποίηση μιας …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *